κατάνα

Νέα ελληνικά (el)

κατάνα

Ετυμολογία

κατάνα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική かたな (katana)

Ουσιαστικό

κατάνα ουδέτερο άκλιτο

  • μακρύ ιαπωνικό μονής κόψης ξίφος με ενιαία άκρη και μικρή κυρτότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.