μουσείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μουσείο | τα | μουσεία |
| γενική | του | μουσείου | των | μουσείων |
| αιτιατική | το | μουσείο | τα | μουσεία |
| κλητική | μουσείο | μουσεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουσείο < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική museo < λατινική museum < αρχαία ελληνική Μουσεῖον < Μοῦσα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /muˈsi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐σεί‐ο
Ουσιαστικό
μουσείο ουδέτερο
- χώρος όπου εκτίθενται αντικείμενα ιστορικής ή καλλιτεχνικής ή γενικότερα μορφωτικής αξίας
- Αρχαιολογικό Μουσείο, Ιστορικό Μουσείο, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μουσείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.