σπαθισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπαθισμός | οι | σπαθισμοί |
| γενική | του | σπαθισμού | των | σπαθισμών |
| αιτιατική | τον | σπαθισμό | τους | σπαθισμούς |
| κλητική | σπαθισμέ | σπαθισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπαθισμός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σπαθισμός < (σπαθίζω) σπαθισ- + -μός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spa.θiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐θι‐σμός
Μεταφράσεις
σπαθισμός
|
|
Αναφορές
- σπαθισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.