πούτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πούτσα | οι | πούτσες |
| γενική | της | πούτσας | των | πουτσών |
| αιτιατική | την | πούτσα | τις | πούτσες |
| κλητική | πούτσα | πούτσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πούτσα θηλυκό
- (χυδαίο) το πέος
- το μυαλό του το έχει στην πούτσα του
- (αργκό) (μεταφορικά) η ήττα, ο εξευτελισμός
- φάγατε μεγάλη πούτσα χθες
Συνώνυμα
Ταυτόσημο
Σύνθετα
- βοϊδόπουτσα
- καραπουτσακλάρα
- πουτσοσκάμπηλο (π.χ χτύπημα ενός ανθρώπινου προσώπου με τον πούτσο)
- πουτσόδρομος
Εκφράσεις
- πετάγομαι σαν πούτσα: παρεμβαίνω και διακόπτω ενοχλητικά μια συζήτηση
- πούτσες μπλε: ψέματα ή ανοησίες
- ρίχνω (μια) πούτσα: συνουσιάζομαι στα γρήγορα
- (γράφω) στην πούτσα μου: αδιαφορώ πλήρως
- (τρώω) χοντρή πούτσα: δυσκολεύομαι, « τα βρίσκω σκούρα »
- στην πούτσα μου ή στη μπούτσα μου (τα έχω/τα γράφω): αδιαφορώ, δεν ευαισθητοποιούμαι
- της πούτσας τον χαβά: « αυτός το βιολί του »
- την πουτσίσαμε: « την πατήσαμε ή αλλιώς την κάτσαμε »
Μεταφράσεις
πούτσα
Αναφορές
- πούτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.