πούτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πούτσα οι πούτσες
      γενική της πούτσας των πουτσών
    αιτιατική την πούτσα τις πούτσες
     κλητική πούτσα πούτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πούτσα < τουρκική puç ή ιταλική puzzo[1]

Ουσιαστικό

πούτσα θηλυκό

  1. (χυδαίο) το πέος
    το μυαλό του το έχει στην πούτσα του
  2. (αργκό) (μεταφορικά) η ήττα, ο εξευτελισμός
    φάγατε μεγάλη πούτσα χθες

Συνώνυμα

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.