πούτσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πούτσος οι πούτσοι
      γενική του πούτσου των πούτσων
    αιτιατική τον πούτσο τους πούτσους
     κλητική πούτσε πούτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  πούτσα

Ουσιαστικό

πούτσος αρσενικό και πούτσα

  • (χυδαίο) το πέος, το αντρικό γεννητικό όργανο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.