παλούκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλούκι | τα | παλούκια |
| γενική | του | παλουκιού | των | παλουκιών |
| αιτιατική | το | παλούκι | τα | παλούκια |
| κλητική | παλούκι | παλούκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλούκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλούκι(ν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈlu.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λού‐κι
Ουσιαστικό
παλούκι ουδέτερο
Εκφράσεις
- σαν παλούκι
- πηδάω πολλά παλούκια
- του σκοινιού και του παλουκιού
Συγγενικά
- ξεπαλουκώνω, ξεπαλουκώνομαι
- παλουκάκι
- παλουκιά
- παλουκοδεμένος
- παλουκοειδής, παλουκοειδές
- παλουκοκαύτης
- παλούκωμα
- παλουκωμένος
- παλουκώνω, παλουκώνομαι
- παλουκωτής
- χοντροπάλουκο
Μεταφράσεις
Πηγές
- παλούκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παλούκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παλούκι pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'παλούκι'.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.