μαρκούτσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαρκούτσι τα μαρκούτσια
      γενική του μαρκουτσιού των μαρκουτσιών
    αιτιατική το μαρκούτσι τα μαρκούτσια
     κλητική μαρκούτσι μαρκούτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρκούτσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική markuç (τοπική διάλεκτος) < marpuç < περσική مارپيچ (mārpīc)

Ουσιαστικό

μαρκούτσι ουδέτερο

  1. ο σωλήνας του ναργιλέ με το επιστόμιο
      Ταμάμ! έγνεψε μέ τό χέρι του ο γιούζμπασης, Ύστερα είπε, δίχως νά βγάλει τό μαρκούτσι από τό στόμα του – Έχεις καιρό νά πάς στήν πατρίδα, παπά εφέντη; – Δέν ξαναπήγα από τότε πού 'φυγα γιά νά σπουδάσω. (Στου Χατζηφράγκου, Κοσμάς Πολίτης, εκδ. Πελεκάνος, 2015 )
  2. γενικά ο στενός, εύκαμπτος σωλήνας
      Το μαρκούτσι των φρένων είναι το εύκαμπτο τμήμα των φρένων που μεταφέρει την υδραυλική πίεση από τη γραμμή των φρένων στα κυλινδράκια των ταμπούρων και τις δαγκάνες των δισκόφρενων αντίστοιχα. (Το έργο του μαρκουτσιού των φρένων, topantallaktika.gr)
  3. (οικείο) κάτι που έχει μακρόστενο σχήμα, συνήθως παρόμοιο με επιστόμιο, και δεν γνωρίζουμε το όνομά του ή το θεωρούμε άχρηστο αντικείμενο
    βγάλε αυτό το μαρκούτσι από το στόμα σου (στιλό, μολύβι, τσιγάρο κ.λπ.), για να καταλαβαίνω τι μου λες!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.