chuj
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- chuj < ίσως από το πρωτοσλαβικό (ъ)xujъ ή το σλαβικό choj
Προφορά
- ΔΦΑ : /xuj/
- ⓘ
Ουσιαστικό
chuj (pl) αρσενικό
Σημειώσεις
- επίσημα δεν χρησιμοποιείται η γραφή huj για τις χυδαίες έννοιες.
Εκφράσεις
- chuj ci w dupę
- na chuj, po kiego chuja: (χυδαίο, ερωτηματικά) για ποιο λόγο;
- ni chuja: (χυδαίο) 1. αποκλείεται, ούτε λόγος 2. τίποτε
- stać jak chuj na weselu: (χυδαίο) δεν κάνω τίποτε, στέκομαι σαν πούτσα (κατά λέξη: στέκομαι σαν πούτσα στη γιορτή)
- ty chuju
Συγγενικά
- chujek
- chujnia
- chujowo
- chujowy
- chujoza
- ochujeć
- huj
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.