chuj

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

chuj < ίσως από το πρωτοσλαβικό (ъ)xujъ ή το σλαβικό choj

Προφορά

ΔΦΑ : /xuj/
 

Ουσιαστικό

chuj (pl) αρσενικό

  1. (χυδαίο) πούτσα
  2. (μειωτικό) βλάκας, ηλίθιος
     συνώνυμα: kurwa
  3. γλώσσα που μιλιέται στη Γουατεμάλα και το Μεξικό με κωδικό ISO 639-3

Σημειώσεις

  • επίσημα δεν χρησιμοποιείται η γραφή huj για τις χυδαίες έννοιες.

Εκφράσεις

  • chuj ci w dupę
  • na chuj, po kiego chuja: (χυδαίο, ερωτηματικά) για ποιο λόγο;
  • ni chuja: (χυδαίο) 1. αποκλείεται, ούτε λόγος 2. τίποτε
  • stać jak chuj na weselu: (χυδαίο) δεν κάνω τίποτε, στέκομαι σαν πούτσα (κατά λέξη: στέκομαι σαν πούτσα στη γιορτή)
  • ty chuju

Συγγενικά

  • chujek
  • chujnia
  • chujowo
  • chujowy
  • chujoza
  • ochujeć

  • huj
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.