βίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βίλα | οι | βίλες |
| γενική | της | βίλας | των | βιλών |
| αιτιατική | τη | βίλα | τις | βίλες |
| κλητική | βίλα | βίλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βίλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική villa < λατινική villa < *vicula, υποκοριστικό του vicus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéyḱs (χωριό) (συγγενές με την αρχαία ελληνική οἶκος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.la/
Ουσιαστικό
βίλα θηλυκό
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.