queue
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| queue | queues |
Ουσιαστικό
queue (en)
- ουρά αναμονής
- (πληροφορική) ουρά, είναι βασική δομή δεδομένων
- ≈ συνώνυμα: first in first out, συντομογραφία: FIFO
- ≠ αντώνυμα: stack ή last in first out, συντομογραφία: (LIFO)
- δείτε επίσης: Queue (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
| ενεστώτας | queue |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | queues |
| αόριστος | queued |
| παθητική μετοχή | queued |
| ενεργητική μετοχή | queuing |
queue (en)
- στέκομαι στην ουρά
Παλαιά γαλλικά (fro)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.