πουτσίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πουτσίζω < πούτσα

Ρήμα

πουτσίζω, στ.μέλλ.: θα πουτσίσω, αόρ.: πούτσισα

  • (αργκό, συνήθως στον αόριστο και με την αντωνυμία την) την πούτσισα: την πάτησα, έπαθα μεγάλη ζημιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.