φαλλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλλός οι φαλλοί
      γενική του φαλλού των φαλλών
    αιτιατική τον φαλλό τους φαλλούς
     κλητική φαλλέ φαλλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαλλός [1]

Ουσιαστικό

φαλλός αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το ανδρικό γεννητικό μόριο ή όργανο, το πέος
  2. (στην αρχαιότητα)  δείτε τη λέξη φαλλός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φαλλός οἱ φαλλοί
      γενική τοῦ φαλλοῦ τῶν φαλλῶν
      δοτική τῷ φαλλ τοῖς φαλλοῖς
    αιτιατική τὸν φαλλόν τοὺς φαλλούς
     κλητική ! φαλλέ φαλλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλλώ
γεν-δοτ τοῖν  φαλλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλλός < *φαλ-jο < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα που σήμαινε εξόγκωμα, κοινή στο "φαλή", φάλλαινα, φλέψ και το φρυγικό "βαλλίον" (πέος) [1] όχι όμως και στο βάλανος. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές για άλλα συγγενικά.

Ουσιαστικό

φαλλός αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το πέος, ο φαλλός
  2. μεγάλου μεγέθους ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου σε στύση, που περιφερόταν σε πομπές εορτών προς τιμήν του Βάκχου

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
φαλλ- 
  • ἐπίφαλλος
  • φαλλαγωγεῖον
  • φαλλαγώγια
  • φαλλαγωγία
  • φάλλαινα
  • φάλλη
  • φαλληφορέω
  • φαλληφόρια (ουδέτερο πληθυντικός)
  • φαλλήν
  • φαλλικός
  • φαλλίον (διαλεκτικό, επίδραση θρακοφρυγική)
  • φαλλοβάτης
  • φαλλοφορέω
  • φαλλόφορος
  • ἰθυφαλλικός
  • ἰθύφαλλος
  • πιφαλλίς
  • σαρδανάφαλλος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.