μαλαπέρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλαπέρδα οι μαλαπέρδες
      γενική της μαλαπέρδας
    αιτιατική τη μαλαπέρδα τις μαλαπέρδες
     κλητική μαλαπέρδα μαλαπέρδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλαπέρδα < άγνωστης ετυμολογίας[1]

Ουσιαστικό

μαλαπέρδα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, σκωπτικό) το πέος, ο φαλλός
  2. (κατ’ επέκταση) διάφορα μακριά ή κυλινδρικά αντικείμενα που μοιάζουν στο σχήμα ή στο περίγραμμα με φαλλό(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Παράγωγα

φράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.