διακόπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακόπτω < δια- + κόπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈko.pto/ & /ðʝaˈko.pto/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐κό‐πτω
Ρήμα
διακόπτω, αόρ.: διέκοψα, παθ.φωνή: διακόπτομαι, μτχ.π.ε.: διακοπτόμενος, π.αόρ.: διακόπηκα, μτχ.π.π.: διακεκομμένος
- τερματίζω μόνιμα ή προσωρινά πράξεις ή καταστάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη
- (ειδικότερα) παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή της
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακόπτω | διέκοπτα | θα διακόπτω | να διακόπτω | διακόπτοντας | |
| β' ενικ. | διακόπτεις | διέκοπτες | θα διακόπτεις | να διακόπτεις | διάκοπτε | |
| γ' ενικ. | διακόπτει | διέκοπτε | θα διακόπτει | να διακόπτει | ||
| α' πληθ. | διακόπτουμε | διακόπταμε | θα διακόπτουμε | να διακόπτουμε | ||
| β' πληθ. | διακόπτετε | διακόπτατε | θα διακόπτετε | να διακόπτετε | διακόπτετε | |
| γ' πληθ. | διακόπτουν(ε) | διέκοπταν διακόπταν(ε) |
θα διακόπτουν(ε) | να διακόπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέκοψα | θα διακόψω | να διακόψω | διακόψει | ||
| β' ενικ. | διέκοψες | θα διακόψεις | να διακόψεις | διάκοψε | ||
| γ' ενικ. | διέκοψε | θα διακόψει | να διακόψει | |||
| α' πληθ. | διακόψαμε | θα διακόψουμε | να διακόψουμε | |||
| β' πληθ. | διακόψατε | θα διακόψετε | να διακόψετε | διακόψτε | ||
| γ' πληθ. | διέκοψαν διακόψαν(ε) |
θα διακόψουν(ε) | να διακόψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διακόψει | είχα διακόψει | θα έχω διακόψει | να έχω διακόψει | ||
| β' ενικ. | έχεις διακόψει | είχες διακόψει | θα έχεις διακόψει | να έχεις διακόψει | ||
| γ' ενικ. | έχει διακόψει | είχε διακόψει | θα έχει διακόψει | να έχει διακόψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακόψει | είχαμε διακόψει | θα έχουμε διακόψει | να έχουμε διακόψει | ||
| β' πληθ. | έχετε διακόψει | είχατε διακόψει | θα έχετε διακόψει | να έχετε διακόψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακόψει | είχαν διακόψει | θα έχουν διακόψει | να έχουν διακόψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διακόπτομαι | διακοπτόμουν(α) | θα διακόπτομαι | να διακόπτομαι | διακοπτόμενος | |
| β' ενικ. | διακόπτεσαι | διακοπτόσουν(α) | θα διακόπτεσαι | να διακόπτεσαι | ||
| γ' ενικ. | διακόπτεται | διακοπτόταν(ε) | θα διακόπτεται | να διακόπτεται | ||
| α' πληθ. | διακοπτόμαστε | διακοπτόμαστε διακοπτόμασταν |
θα διακοπτόμαστε | να διακοπτόμαστε | ||
| β' πληθ. | διακόπτεστε | διακοπτόσαστε διακοπτόσασταν |
θα διακόπτεστε | να διακόπτεστε | διακόπτεστε | |
| γ' πληθ. | διακόπτονται | διακόπτονταν διακοπτόντουσαν |
θα διακόπτονται | να διακόπτονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διακόπηκα | θα διακοπώ | να διακοπώ | διακοπεί | ||
| β' ενικ. | διακόπηκες | θα διακοπείς | να διακοπείς | διακόψου | ||
| γ' ενικ. | διακόπηκε | θα διακοπεί | να διακοπεί | |||
| α' πληθ. | διακοπήκαμε | θα διακοπούμε | να διακοπούμε | |||
| β' πληθ. | διακοπήκατε | θα διακοπείτε | να διακοπείτε | διακοπείτε | ||
| γ' πληθ. | διακόπηκαν διακοπήκαν(ε) |
θα διακοπούν(ε) | να διακοπούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διακοπεί | είχα διακοπεί | θα έχω διακοπεί | να έχω διακοπεί | διακεκομμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διακοπεί | είχες διακοπεί | θα έχεις διακοπεί | να έχεις διακοπεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διακοπεί | είχε διακοπεί | θα έχει διακοπεί | να έχει διακοπεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διακοπεί | είχαμε διακοπεί | θα έχουμε διακοπεί | να έχουμε διακοπεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διακοπεί | είχατε διακοπεί | θα έχετε διακοπεί | να έχετε διακοπεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διακοπεί | είχαν διακοπεί | θα έχουν διακοπεί | να έχουν διακοπεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- διακόπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακόπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.