ήττα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ήττα οι ήττες
      γενική της ήττας των ηττών
    αιτιατική την ήττα τις ήττες
     κλητική ήττα ήττες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ήττα < αρχαία ελληνική ἧττα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ta/

Ουσιαστικό

ήττα θηλυκό

  • το να χάνεις από τον αντίπαλό σου σε έναν πόλεμο, αθλητική συνάντηση ή οποιονδήποτε αγώνα, το να αναδεικνύεται ο αντίπαλός σου νικητής

Αντώνυμα

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.