vit
Αλβανικά
(sq)
Ουσιαστικό
vit
(sq)
έτος
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
vit
vits
vit
(fr)
αρσενικό
(
παρωχημένο
ή
λόγιο
) το
πέος
Ρηματικός τύπος
vit
(fr)
→
δείτε
τη
λέξη
vivre
Σουηδικά
(sv)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
vit
(sv)
άσπρο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.