ζμπούτσαμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζμπούτσαμ < ζ' μπούτσα μ' < στη μπούτσα μου < στην πούτσα μου
Επιφώνημα
ζμπούτσαμ (ιδιωματισμός)
- (αργκό, χυδαίο) δε με νοιάζει, δε με απασχολεί
- ↪ Ζμπούτσαμ ρε μάγκα, κόφ'το και δίνε του μη σε πάρ' ο διάολος!
- — Καραμήτρο, ο λοχίας είπε να πας να γλείψεις την «καλλιόπη» τώρα!
- — Ζμπούτσαμ... Δεν προλαβαίνω.
- ※ Επίσης στο πεδίο των επιφωνηματικών φράσεων και προτάσεων παρατηρούμε αντίστοιχες συγκολλητικές διαδικασίες: ζμπούτσαμ! (<στην πούτσα μου!), σωραίος!/ σωραία! (<είσαι ωραίος!, είσαι ωραία!), ασταδιάλα! (α στο διάολο!). (Στυλιανός Μπενέτος, Τα Ελληνικά Επιφωνήματα: Ήχοι, Σχηματισμοί, Αποτυπώσεις, Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία Α ́ Κύκλου 2016-2017, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας, σελ. 119 )
Μεταφράσεις
ζμπούτσαμ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.