prick
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| prick | pricks |
prick (en)
- το τσίμπημα, ένας μικρός πόνος που προκαλείται από μια μυτερή άκρη ή κάτι που μοιάζει με μυτερή άκρη
- ↪ needle pricks - τσιμπήματα από βελόνα
Ρήμα
| ενεστώτας | prick |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pricks |
| αόριστος | pricked |
| παθητική μετοχή | pricked |
| ενεργητική μετοχή | pricking |
prick (en)
- (μεταβατικό) τσιμπάω κάτι με αιχμηρό αντικείμενο, κεντρίζω, κεντώ, σουβλίζω, τρυπώ
- (μεταβατικό) τσιμπάω, τρυπώ, κάνω μια μικρή τρύπα στο δέρμα για να πονέσει ή να βγει αίμα
- ↪ The needle pricked my finger.
- Η βελόνα μου τσίμπησε το δάχτυλο.
- ↪ The needle pricked my finger.
Πηγές
- prick (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- prick (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 901, 901-902. ISBN 9780194325684., λήμμα: τσίμπημα, τσιμπώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.