παλαμάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλαμάρι | τα | παλαμάρια |
| γενική | του | παλαμαριού | των | παλαμαριών |
| αιτιατική | το | παλαμάρι | τα | παλαμάρια |
| κλητική | παλαμάρι | παλαμάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλαμάρι(ον)[1] < ιταλική palamara < μεσαιωνική λατινική palamarius < αρχαία ελληνική παλάμη (αντιδάνειο) [2]
- Κατ' άλλη άποψη,[3] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλαμάρι(ον) < αρχαία ελληνική παλάμ(η) + -άριον. Δείτε τους απογόνους του μεσαιωνικού όρου, όπως: ιταλική palamaro, οθωμανική τουρκική پالامار > τουρκική palamar, αλβανική pallamar, ρουμανική pălămar.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.laˈma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λα‐μά‐ρι
Ουσιαστικό
παλαμάρι ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παλάμη
Αναφορές
- παλαμάρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- παλαμάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.