βοϊδόπουτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοϊδόπουτσα οι βοϊδόπουτσες
      γενική της βοϊδόπουτσας των βοϊδοπουτσών
    αιτιατική τη βοϊδόπουτσα τις βοϊδόπουτσες
     κλητική βοϊδόπουτσα βοϊδόπουτσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοϊδόπουτσα < βοϊδο- (< βόιδι) + πούτσα

Ουσιαστικό

βοϊδόπουτσα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) μαστίγιο από τεντωμένο, συνεστραμμένο και ξεραμένο μόριο βοδιού
    Κι ο δικός του, ο έτσι, το χαβά του: «Είσαι κομουνιστής, ρε;» «Όχι», απαντούσε ο Μπάμπης κι έτρωγε μια καμτσικιά στα πόδια με μια βοϊδόπουτσα. (Αλμπέρτο Εσκενάζη, Το άρωμα της πόλης)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.