επιθετικοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιθετικοποιημένος η επιθετικοποιημένη το επιθετικοποιημένο
      γενική του επιθετικοποιημένου της επιθετικοποιημένης του επιθετικοποιημένου
    αιτιατική τον επιθετικοποιημένο την επιθετικοποιημένη το επιθετικοποιημένο
     κλητική επιθετικοποιημένε επιθετικοποιημένη επιθετικοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιθετικοποιημένοι οι επιθετικοποιημένες τα επιθετικοποιημένα
      γενική των επιθετικοποιημένων των επιθετικοποιημένων των επιθετικοποιημένων
    αιτιατική τους επιθετικοποιημένους τις επιθετικοποιημένες τα επιθετικοποιημένα
     κλητική επιθετικοποιημένοι επιθετικοποιημένες επιθετικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιθετικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιθετικοποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε επιθετικ(ός) + -ο- + ποιημένος < ποιώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.θe.ti.ko.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιθετικοποιημένος

Μετοχή

επιθετικοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά

  • επιθετικοποίηση
  • επιθετικοποιώ

 και δείτε τις λέξεις επίθετο, θέτω και ποιώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.