χαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαμένος | η | χαμένη | το | χαμένο |
| γενική | του | χαμένου | της | χαμένης | του | χαμένου |
| αιτιατική | τον | χαμένο | τη | χαμένη | το | χαμένο |
| κλητική | χαμένε | χαμένη | χαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαμένοι | οι | χαμένες | τα | χαμένα |
| γενική | των | χαμένων | των | χαμένων | των | χαμένων |
| αιτιατική | τους | χαμένους | τις | χαμένες | τα | χαμένα |
| κλητική | χαμένοι | χαμένες | χαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαμένος, μετοχή παρακειμένου του χάνομαι
Μετοχή
χαμένος, -η, -ο
- (συνήθως έναρθρο) που έχει χάσει, που έχει ηττηθεί
- ≠ αντώνυμα: κερδισμένος
- στο τέλος θα δούμε ποιος θα είναι ο χαμένος και ποιος ο κερδισμένος
- ≠ αντώνυμα: κερδισμένος
- που απειλείται με θάνατο ή σοβαρή βλάβη
- αν μαθευτούν οι παρανομίες του, είναι χαμένος
- που έχει χαθεί, που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται και δεν μπορούμε να τον βρούμε
- που έχει χαθεί, που δεν μπορεί να βρει το δρόμο του
- (μεταφορικά) που δεν επικοινωνεί με τον έξω κόσμο
- είναι χαμένος στις σκέψεις του
- (ειρωνικά) είναι χαμένος στο διάστημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.