παροιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παροιμία | οι | παροιμίες |
| γενική | της | παροιμίας | των | παροιμιών |
| αιτιατική | την | παροιμία | τις | παροιμίες |
| κλητική | παροιμία | παροιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παροιμία < αρχαία ελληνική παροιμία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾiˈmi.a/
Ουσιαστικό
παροιμία θηλυκό
- λαϊκό απόφθεγμα που εκφράζει μια εμπειρικά βεβαιωμένη αλήθεια.
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.