μακαριστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακαριστός η μακαριστή το μακαριστό
      γενική του μακαριστού της μακαριστής του μακαριστού
    αιτιατική τον μακαριστό τη μακαριστή το μακαριστό
     κλητική μακαριστέ μακαριστή μακαριστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακαριστοί οι μακαριστές τα μακαριστά
      γενική των μακαριστών των μακαριστών των μακαριστών
    αιτιατική τους μακαριστούς τις μακαριστές τα μακαριστά
     κλητική μακαριστοί μακαριστές μακαριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακαριστός < αρχαία ελληνική μάκαρ

Επίθετο

μακαριστός

  • που μακαρίζεται· χρησιμοποιείται για αποβιώσαντες κληρικούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.