αξιομακάριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιομακάριστος | η | αξιομακάριστη | το | αξιομακάριστο |
| γενική | του | αξιομακάριστου | της | αξιομακάριστης | του | αξιομακάριστου |
| αιτιατική | τον | αξιομακάριστο | την | αξιομακάριστη | το | αξιομακάριστο |
| κλητική | αξιομακάριστε | αξιομακάριστη | αξιομακάριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιομακάριστοι | οι | αξιομακάριστες | τα | αξιομακάριστα |
| γενική | των | αξιομακάριστων | των | αξιομακάριστων | των | αξιομακάριστων |
| αιτιατική | τους | αξιομακάριστους | τις | αξιομακάριστες | τα | αξιομακάριστα |
| κλητική | αξιομακάριστοι | αξιομακάριστες | αξιομακάριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιομακάριστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξιομακάριστος < ἄξιος, ἀξιο- + μακαριστός < μακαρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.maˈka.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐μα‐κά‐ρι‐στος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.