συχωρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συχωρεμένος | η | συχωρεμένη | το | συχωρεμένο |
| γενική | του | συχωρεμένου | της | συχωρεμένης | του | συχωρεμένου |
| αιτιατική | τον | συχωρεμένο | τη | συχωρεμένη | το | συχωρεμένο |
| κλητική | συχωρεμένε | συχωρεμένη | συχωρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συχωρεμένοι | οι | συχωρεμένες | τα | συχωρεμένα |
| γενική | των | συχωρεμένων | των | συχωρεμένων | των | συχωρεμένων |
| αιτιατική | τους | συχωρεμένους | τις | συχωρεμένες | τα | συχωρεμένα |
| κλητική | συχωρεμένοι | συχωρεμένες | συχωρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συχωρεμένος < συγχωρημένος < συγχωρέω / μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συχωρώ
Μετοχή
συχωρεμένος, -η. -ο
- που έχει συγχωρηθεί
- -Συγγνώμη μαμά. -Εντάξει, συχωρεμένος, πάρε τώρα το παγωτό σου
- (μεταφορικά) ο νεκρός
- Όλα τα άφησε στη φιλενάδα του και στη χήρα δεν άφησε τίποτα ο συχωρεμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.