πατάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πατάω < πατ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατῶ, -εῖς, -εῖ, ... συνηρημένος τυπος του πατέω

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατάω

Ρήμα

πατάω/πατώ, πρτ.: πατούσα/πάταγα, αόρ.: πάτησα, παθ.φωνή: πατιέμαι, π.αόρ.: πατήθηκα, μτχ.π.π.: πατημένος

  1. ακουμπώ το πέλμα του ποδιού μου πάνω σε κάτι όντας ακίνητος ή περπατώντας
  2. πιέζω το πέλμα μου πάνω σε κάτι
    • πατάω γκάζι: εφαρμόζω πίεση με το πόδι μου πάνω στο πεντάλ του γκαζιού και αυξάνω ταχύτητα
  3. καταστρέφω κάτι βαδίζοντας πάνω του ή πιέζοντάς το με το πόδι μου
  4. συνθλίβω με το πέλμα μου
    • συνθλίβω με τα πόδια μου σταφύλια στο πατητήρι για να πάρω το χυμό τους και να φτιάξω κρασί
  5. (με τροχοφόρο όχημα) πέφτω πάνω σε πεζό και του προκαλώ σοβαρή σωματική βλάβη ή και θάνατο
  6. (για πόλη) κυριεύω
  7. (για άνθρωπο) νικώ ολοκληρωτικά, εξουθενώνω υλικά και ηθικά κάποιον
  8. πηγαίνω, έρχομαι, εμφανίζομαι
    Δεν πατάει πελάτης στο μαγαζί.
  9. ακουμπώ τον πυθμένα της θάλασσας
    ρηχά είναι, πατάω!
  10. πιέζω κάτι (συνήθως με το χέρι)
    πάτα το κουμπί στο ασανσέρ
  11. συμπληρώνω κάποια ηλικία
    πάτησε τα σαράντα
  12. σιδερώνω
    Πάτησέ μου το γιακά

Εκφράσεις

Συγγενικά

και δείτε τα παράγωγα και σύνθετά τους

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.