πατείς με, πατώ σε
Το ρήμα πατάω-ώ, 1ης συζυγιας, στο β ενικό είναι παταεις-άς, όχι πατεις, όπως πχ αγαπάς, τιμάς, γελάς. Παρά ταύτα επεκράτησε μόνο στην συγκεκριμένη περίπτωση το "πατεις".
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατείς με, πατώ σε < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
πατείς με, πατώ σε
- δημώδης έκφραση που λέγεται σε περιπτώσεις μεγάλων σχετικά συναθροίσεων ανθρώπων σε πολύ μικρούς και κλειστούς χώρους, όπου η παραμικρή μετακίνηση καθίσταται αδύνατη
Συνώνυμα
- δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα
- σαν τις παστωμένες σαρδέλες
- σαν τις σαρδέλες
- στριμωξίδι του θανατά
- έχανες την αναπνοή σου
Μεταφράσεις
πατείς με, πατώ σε
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.