περιπατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιπατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπατῶ (-έω) < περι- + πατῶ / πατέω

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.paˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιπατώ

Ρήμα

περιπατώ, -είς, -εί, πρτ.: περιπατούσα, αόρ.: περιπάτησα (χωρίς παθητική φωνή)

Εκφράσεις

  • άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. περιπατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περιπατῶ σελ.5717-5718 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.