πατώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πατώνω < πάτος + -ώνω

Ρήμα

πατώνω

  1. τα πόδια μου φτάνουν στον πάτο, στο βυθό της θάλασσας, είναι αρκετά ρηχά ώστε να πατάω
  2. φτάνω στο έσχατο σημείο ξεπεσμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.