πατώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πατώνω
- τα πόδια μου φτάνουν στον πάτο, στο βυθό της θάλασσας, είναι αρκετά ρηχά ώστε να πατάω
- φτάνω στο έσχατο σημείο ξεπεσμού
Μεταφράσεις
πατώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.