στραβοπατώ
Νέα ελληνικά (el)
- στραβοπατάω
Συγγενικά
- στραβοπάτημα
- στραβοπατημένος
- → δείτε τις λέξεις στραβός και πατώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στραβοπατάω - στραβοπατώ | στραβοπατούσα | θα στραβοπατάω - στραβοπατώ | να στραβοπατάω - στραβοπατώ | στραβοπατώντας | |
| β' ενικ. | στραβοπατάς - στραβοπατείς | στραβοπατούσες | θα στραβοπατάς - στραβοπατείς | να στραβοπατάς - στραβοπατείς | στραβοπάτα - στραβοπάταγε | |
| γ' ενικ. | στραβοπατάει - στραβοπατά - στραβοπατεί | στραβοπατούσε | θα στραβοπατάει - στραβοπατά - στραβοπατεί | να στραβοπατάει - στραβοπατά - στραβοπατεί | ||
| α' πληθ. | στραβοπατάμε - στραβοπατούμε | στραβοπατούσαμε | θα στραβοπατάμε - στραβοπατούμε | να στραβοπατάμε - στραβοπατούμε | ||
| β' πληθ. | στραβοπατάτε - στραβοπατείτε | στραβοπατούσατε | θα στραβοπατάτε - στραβοπατείτε | να στραβοπατάτε - στραβοπατείτε | στραβοπατάτε - στραβοπατείτε | |
| γ' πληθ. | στραβοπατάν(ε) - στραβοπατούν(ε) | στραβοπατούσαν | θα στραβοπατάν(ε) - στραβοπατούν(ε) | να στραβοπατάν(ε) - στραβοπατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στραβοπάτησα | θα στραβοπατήσω | να στραβοπατήσω | στραβοπατήσει | ||
| β' ενικ. | στραβοπάτησες | θα στραβοπατήσεις | να στραβοπατήσεις | στραβοπάτα - στραβοπάτησε | ||
| γ' ενικ. | στραβοπάτησε | θα στραβοπατήσει | να στραβοπατήσει | |||
| α' πληθ. | στραβοπατήσαμε | θα στραβοπατήσουμε | να στραβοπατήσουμε | |||
| β' πληθ. | στραβοπατήσατε | θα στραβοπατήσετε | να στραβοπατήσετε | στραβοπατήστε | ||
| γ' πληθ. | στραβοπάτησαν στραβοπατήσαν(ε) |
θα στραβοπατήσουν(ε) | να στραβοπατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στραβοπατήσει | είχα στραβοπατήσει | θα έχω στραβοπατήσει | να έχω στραβοπατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στραβοπατήσει | είχες στραβοπατήσει | θα έχεις στραβοπατήσει | να έχεις στραβοπατήσει | έχε στραβοπατημένο | |
| γ' ενικ. | έχει στραβοπατήσει | είχε στραβοπατήσει | θα έχει στραβοπατήσει | να έχει στραβοπατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στραβοπατήσει | είχαμε στραβοπατήσει | θα έχουμε στραβοπατήσει | να έχουμε στραβοπατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στραβοπατήσει | είχατε στραβοπατήσει | θα έχετε στραβοπατήσει | να έχετε στραβοπατήσει | έχετε στραβοπατημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν στραβοπατήσει | είχαν στραβοπατήσει | θα έχουν στραβοπατήσει | να έχουν στραβοπατήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στραβοπατημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στραβοπατημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στραβοπατημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στραβοπατημένο | |||||
Μεταφράσεις
στραβοπατώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.