στραβοπατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στραβοπατώ < στραβός + -ο- + πατώ

Ρήμα

στραβοπατώ

  1. (κυριολεκτικά) πατάω στραβά στο έδαφος ή το πάτωμα
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω, σφάλλω

  • στραβοπατάω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.