πατούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατούρα | οι | πατούρες |
| γενική | της | πατούρας | — | |
| αιτιατική | την | πατούρα | τις | πατούρες |
| κλητική | πατούρα | πατούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

με μπεζ χρώμα φαίνονται οι πατούρες των ξύλινων πλακιδίων του παρκέ

Mε το 1 υποδεικνύεται η πατούρα.

Με κόκκινο υποδεικνύονται οι πατούρες των γραμμάτων.
Ετυμολογία
- πατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πατούρα θηλυκό
- το τμήμα ενός αντικειμένου το οποίο προεξέχει ή δημιουργεί εσοχή και χρησιμοποιείται για πιο ισχυρή σύνδεση με διπλανά αντικείμενα
- (τυπογραφία) τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου, πιο χαμηλό από το σώμα του γράμματος που εκτυπώνεται, που χρησιμεύει για να κρατάει απόσταση από τα γύρω στοιχεία
- (τυπογραφία) τμήμα του γράμματος το οποίο προεξέχει από το απλό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.