πάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάτος | οι | πάτοι |
| γενική | του | πάτου | των | πάτων |
| αιτιατική | τον | πάτο | τους | πάτους |
| κλητική | πάτε | πάτοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάτος (πατημένος δρόμος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐τος
Ουσιαστικό
πάτος αρσενικό
- ο πυθμένας, ο βυθός
- (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
- ↪ Είμαι μεγάλος πάτος στα μαθηματικά, ο χειρότερος στην τάξη.
- ο πρωκτός, ο πισινός, ο κώλος
- (υπόδηση) ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι
- ↪ Τα παπούτσια μου είναι ένα νούμερο μεγαλύτερο. Θα βάλω μέσα έναν πάτο για να μου έρθουν καλύτερα.
Εκφράσεις
- από την κορυφή έως τον πάτο
- άσπρο πάτο!
- μου βγαίνει ο πάτος, βγάζω τον πάτο
- μου 'φυγε ο πάτος
- πιάνω πάτο
Συγγενικά
- ξεπάτωμα
- ξεπατώνω, ξεπατώνομαι
- -πατος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πατος στο Βικιλεξικό
- πάτωμα & σύνθετα
- πατώνω, πατώνομαι
Μεταφράσεις
Πηγές
- πάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πάτος, -ου αρσενικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πᾰτο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πάτος | οἱ | πάτοι | |
| γενική | τοῦ | πάτου | τῶν | πάτων | |
| δοτική | τῷ | πάτῳ | τοῖς | πάτοις | |
| αιτιατική | τὸν | πάτον | τοὺς | πάτους | |
| κλητική ὦ! | πάτε | πάτοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάτω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πάτοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- ο δρόμος που έχει πατηθεί, η πεπατημένη οδός
- (μεταφορικά) αυτό που γίνεται συνήθως, η πεπατημένη
- αυτό που κάποιος αποπατεί, το αποπάτημα, η κοπριά, η ακαθαρσία
- απορρίμματα, σκουπίδια
- (ελληνιστική σημασία) το δάπεδο, το πάτωμα
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πατέω
Ουσιαστικό
πάτος, -ους/-εος ουδέτερο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πᾰτεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | πάτος | τὰ | πάτη - πάτεᾰ | |
| γενική | τοῦ | πάτους - πάτεος | τῶν | πατῶν - πατέων | |
| δοτική | τῷ | πάτει - πάτεῐ̈ | τοῖς | πάτεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | πάτος | τὰ | πάτη - πάτεα | |
| κλητική ὦ! | πάτος | πάτη - πάτεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάτει - πάτεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πατοῖν - πατέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- (ενδυμασία) πέπλος της Ἥρας
Πηγές
- πάτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
- πάτος: ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός - καὶ κόπρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.