πάτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάτωμα τα πατώματα
      γενική του πατώματος των πατωμάτων
    αιτιατική το πάτωμα τα πατώματα
     κλητική πάτωμα πατώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάτωμα < μεσαιωνική ελληνική πάτωμα < μεσαιωνική ελληνική πατώνω (βάζω πάτο) ή από το ρήμα της ίδια εποχής πατάω-πατῶ < αρχαία ελληνική πάτος
Ξύλινο πάτωμα κατοικίας.

Ουσιαστικό

πάτωμα ουδέτερο

  1. η κάτω οριζόντια εσωτερική επιφάνεια ενός σπιτιού ή διαμερίσματος κ.λπ.· το δάπεδο
    μην κάθεσαι στο πάτωμα, πάρε μια καρέκλα
  2. (ειδικότερα) το ξύλινο δάπεδο ενός δωματίου
    στις κρεβατοκάμαρες βάλαμε πάτωμα αλλά στην κουζίνα πλακάκι
  3. ο όροφος ενός κτηρίου
    πόσα πατώματα θα έχει αυτή η πολυκατοικία όταν τελειώσει;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.