πατητή
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.tiˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τη‐τή
- ομόηχο: πατητοί
Ετυμολογία 1
- πατητή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πατητός
Ουσιαστικό
πατητή θηλυκό
Μεταφράσεις
είδος ραφής
|
|
Ετυμολογία 2
- πατητή: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- πατητή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πατητή
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πατητός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.