συνθλίβω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνθλίβω < αρχαία ελληνική συνθλίβω < σύν + θλίβω
Ρήμα
συνθλίβω (παθητική φωνή: συνθλίβομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνθλίβω | συνέθλιβα | θα συνθλίβω | να συνθλίβω | συνθλίβοντας | |
| β' ενικ. | συνθλίβεις | συνέθλιβες | θα συνθλίβεις | να συνθλίβεις | σύνθλιβε | |
| γ' ενικ. | συνθλίβει | συνέθλιβε | θα συνθλίβει | να συνθλίβει | ||
| α' πληθ. | συνθλίβουμε | συνθλίβαμε | θα συνθλίβουμε | να συνθλίβουμε | ||
| β' πληθ. | συνθλίβετε | συνθλίβατε | θα συνθλίβετε | να συνθλίβετε | συνθλίβετε | |
| γ' πληθ. | συνθλίβουν(ε) | συνέθλιβαν συνθλίβαν(ε) |
θα συνθλίβουν(ε) | να συνθλίβουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνέθλιψα | θα συνθλίψω | να συνθλίψω | συνθλίψει | ||
| β' ενικ. | συνέθλιψες | θα συνθλίψεις | να συνθλίψεις | σύνθλιψε | ||
| γ' ενικ. | συνέθλιψε | θα συνθλίψει | να συνθλίψει | |||
| α' πληθ. | συνθλίψαμε | θα συνθλίψουμε | να συνθλίψουμε | |||
| β' πληθ. | συνθλίψατε | θα συνθλίψετε | να συνθλίψετε | συνθλίψτε | ||
| γ' πληθ. | συνέθλιψαν συνθλίψαν(ε) |
θα συνθλίψουν(ε) | να συνθλίψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνθλίψει | είχα συνθλίψει | θα έχω συνθλίψει | να έχω συνθλίψει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνθλίψει | είχες συνθλίψει | θα έχεις συνθλίψει | να έχεις συνθλίψει | έχε συνθλιμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει συνθλίψει | είχε συνθλίψει | θα έχει συνθλίψει | να έχει συνθλίψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνθλίψει | είχαμε συνθλίψει | θα έχουμε συνθλίψει | να έχουμε συνθλίψει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνθλίψει | είχατε συνθλίψει | θα έχετε συνθλίψει | να έχετε συνθλίψει | έχετε συνθλιμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν συνθλίψει | είχαν συνθλίψει | θα έχουν συνθλίψει | να έχουν συνθλίψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συνθλιμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συνθλιμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συνθλιμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συνθλιμμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.