πατέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πατέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

πατέω / πατῶ

  1. περπατώ, βαδίζω
  2. πατώ πάνω σε κάτι
    • (για σταφύλια) πατώ, συνθλίβω με τα πόδια μου
  3. καταπατώ, δείχνω έλλειψη σεβασμού απέναντι σε κάτι
  4. λεηλατώ
  5. συχνάζω σε έναν τόπο
  6. (ελληνιστική σημασία) κατανικώ
    Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.
    Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αυτός που με τον θάνατό του τον θάνατο κατενίκησε και σε όσους βρίσκονταν σε τάφους χάρισε ζωή.

  • δελφικός τύπος: βατέω
  • αιολικός τύπος: μάτημι

Παράγωγα

μετοχές:

(Χρειάζεται ενημέρωση, επανέλεγχο)

Σύνθετα

με -πατέω / -πατῶ

  • ἀναπατέω
  • ἀντιπατέω
  • ἀποπατέω
  • διαπατέω
  • ἐκπατέω
  • ἐμπατέω
  • καταπατέω
  • λακπατέω
  • ληνοπατέω
  • περιπατέω
  • πηλοπατέω
  • προπατέω
  • συμπατέω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.