κυριεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυριεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυριεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ɾiˈe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐εύ‐ω
Ρήμα
κυριεύω, αόρ.: κυρίευσα, παθ.φωνή: κυριεύομαι, π.αόρ.: κυριεύτηκα, μτχ.π.π.: κυριευμένος
- γίνομαι κύριος (κυρίαρχος) κάποιου, αποκτώ εξουσία πάνω σε κάτι, κατακτώ, καταλαμβάνω
- (για συναισθήματα) πλημμυρίζω κάποιον και ελέγχω τη συμπεριφορά του, καταλαμβάνω
- ↪ τον κυρίευσε ο θυμός και δεν ήξερε τι έλεγε
Συνώνυμα
- καταλαμβανω
- κατακτώ
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κυριεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυριεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.