πέλμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πέλμα | τα | πέλματα |
| γενική | του | πέλματος | των | πελμάτων |
| αιτιατική | το | πέλμα | τα | πέλματα |
| κλητική | πέλμα | πέλματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πέλμα ουδέτερο
- το κάτω μέρος του ποδιού, η πατούσα
- κομμάτι από δέρμα ή άλλο υλικό που έχει το σχήμα του πέλματος και φοριέται μέσα στο παπούτσι ανάμεσα στο πόδι και τη σόλα
- η κάτω επιφάνεια αντικειμένου που ακουμπάει στη γη
- το τμήμα της σόλας που ακουμπά στο έδαφος
- το τμήμα της επιφάνειας των ελαστικών των οχημάτων που ακουμπάει στο έδαφος όταν κινείται
- το κάτω μέρος θεμελίου ή άλλου είδους στατικού στηρίγματος με πλατιά βάση
- το κάτω μέρος από το πόδι επίπλου
- Το τραπέζι είναι από τα παλιά, με λούστρο και καμπυλωτά πόδια που καταλήγουν σε τεράστια πέλματα. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
πέλμα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

