πέλμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέλμα τα πέλματα
      γενική του πέλματος των πελμάτων
    αιτιατική το πέλμα τα πέλματα
     κλητική πέλμα πέλματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέλμα < αρχαία ελληνική πέλμα
Πέλμα δεξιού ποδιού.
Πέλματα παπουτσιών.

Ουσιαστικό

πέλμα ουδέτερο

  1. το κάτω μέρος του ποδιού, η πατούσα
  2. κομμάτι από δέρμα ή άλλο υλικό που έχει το σχήμα του πέλματος και φοριέται μέσα στο παπούτσι ανάμεσα στο πόδι και τη σόλα
  3. η κάτω επιφάνεια αντικειμένου που ακουμπάει στη γη
    • το τμήμα της σόλας που ακουμπά στο έδαφος
    • το τμήμα της επιφάνειας των ελαστικών των οχημάτων που ακουμπάει στο έδαφος όταν κινείται
    • το κάτω μέρος θεμελίου ή άλλου είδους στατικού στηρίγματος με πλατιά βάση
    • το κάτω μέρος από το πόδι επίπλου
    Το τραπέζι είναι από τα παλιά, με λούστρο και καμπυλωτά πόδια που καταλήγουν σε τεράστια πέλματα. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέλμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πέλμα ουδέτερο

  1. το πέλμα, η πατούσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.