πατίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατίκι τα πατίκια
      γενική του πατικιού των πατικιών
    αιτιατική το πατίκι τα πατίκια
     κλητική πατίκι πατίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατίκι < μεσαιωνική ελληνική πατίκιν[1] < αρχαία ελληνική πατῶ

Ουσιαστικό

πατίκι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) είδος παντόφλας ή πατούμενου
  2. είδος ξυλοπόδαρου

Μεταφράσεις

  1. πατίκιν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.