σιδερώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιδερώνω < σίδερο + -ώνω

Ρήμα

σιδερώνω (παθητική φωνή: σιδερώνομαι)

  1. πιέζω ένα ζεστό σίδερο πάνω σε πλυμένα ρούχα, για να γίνει η επιφάνειά τους τελείως ίσια, να φύγουν οι τσαλάκες
  2. τοποθετώ σίδερα στα καλούπια σε οικοδομή

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.