εμφανίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμφανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εμφανίζω

Ρήμα

εμφανίζομαι

  1. (παθ.) παρουσιάζομαι, γίνομαι ορατός ενώ πριν δεν ήμουν
    ... και τότε εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά τους

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.