καταπατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπατώ < αρχαία ελληνική καταπατέω / καταπατῶ < κατά + πατέω / πατῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empiéter)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.paˈto/
Ρήμα
καταπατώ (παθητική φωνή: καταπατούμαι, καταπατιέμαι)
- καταλαμβάνω παρανόμως (και ενίοτε τμηματικά) κάποιο χώρο
- ποδοπατώ, τσαλαπατώ
- (μεταφορικά) παραβαίνω, παραβιάζω
Συγγενικά
- ακαταπάτητος
- καταπατημένος
- καταπάτηση
- καταπατητής
- → δείτε τις λέξεις κατά και πατώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπατάω - καταπατώ | καταπατούσα | θα καταπατάω - καταπατώ | να καταπατάω - καταπατώ | καταπατώντας | |
| β' ενικ. | καταπατάς - καταπατείς | καταπατούσες | θα καταπατάς - καταπατείς | να καταπατάς - καταπατείς | καταπάτα - καταπάταγε | |
| γ' ενικ. | καταπατάει - καταπατά - καταπατεί | καταπατούσε | θα καταπατάει - καταπατά - καταπατεί | να καταπατάει - καταπατά - καταπατεί | ||
| α' πληθ. | καταπατάμε - καταπατούμε | καταπατούσαμε | θα καταπατάμε - καταπατούμε | να καταπατάμε - καταπατούμε | ||
| β' πληθ. | καταπατάτε - καταπατείτε | καταπατούσατε | θα καταπατάτε - καταπατείτε | να καταπατάτε - καταπατείτε | καταπατάτε - καταπατείτε | |
| γ' πληθ. | καταπατάν(ε) - καταπατούν(ε) | καταπατούσαν | θα καταπατάν(ε) - καταπατούν(ε) | να καταπατάν(ε) - καταπατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπάτησα | θα καταπατήσω | να καταπατήσω | καταπατήσει | ||
| β' ενικ. | καταπάτησες | θα καταπατήσεις | να καταπατήσεις | καταπάτα - καταπάτησε | ||
| γ' ενικ. | καταπάτησε | θα καταπατήσει | να καταπατήσει | |||
| α' πληθ. | καταπατήσαμε | θα καταπατήσουμε | να καταπατήσουμε | |||
| β' πληθ. | καταπατήσατε | θα καταπατήσετε | να καταπατήσετε | καταπατήστε | ||
| γ' πληθ. | καταπάτησαν καταπατήσαν(ε) |
θα καταπατήσουν(ε) | να καταπατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταπατήσει | είχα καταπατήσει | θα έχω καταπατήσει | να έχω καταπατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταπατήσει | είχες καταπατήσει | θα έχεις καταπατήσει | να έχεις καταπατήσει | έχε καταπατημένο | |
| γ' ενικ. | έχει καταπατήσει | είχε καταπατήσει | θα έχει καταπατήσει | να έχει καταπατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπατήσει | είχαμε καταπατήσει | θα έχουμε καταπατήσει | να έχουμε καταπατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπατήσει | είχατε καταπατήσει | θα έχετε καταπατήσει | να έχετε καταπατήσει | έχετε καταπατημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν καταπατήσει | είχαν καταπατήσει | θα έχουν καταπατήσει | να έχουν καταπατήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταπατημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταπατημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταπατημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταπατημένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.