πατητήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατητήρι τα πατητήρια
      γενική του πατητηριού των πατητηριών
    αιτιατική το πατητήρι τα πατητήρια
     κλητική πατητήρι πατητήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατητήρι < (ελληνιστική κοινή) πατητήριον < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ

Ουσιαστικό

πατητήρι σταφυλιών, Κρήτη
πάτημα σταφυλιών σε πατητήρι, Ισπανία
πατητήρι, Αρχαία Αίγυπτος, από τον τάφο του Ναχτ

πατητήρι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.