ξεπατικώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεπατικώνω
- αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί
- (μεταφορικά) αντιγράφω, μιμούμαι κάτι ή κάποιον
- το παιδί έχει ξεπατικώσει όλες τις κινήσεις του πατέρα του
Συγγενικά
- ξεπατικωσούρα
- ξεπατίκωμα
- ξεπατικωτός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπατικώνω | ξεπατίκωνα | θα ξεπατικώνω | να ξεπατικώνω | ξεπατικώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεπατικώνεις | ξεπατίκωνες | θα ξεπατικώνεις | να ξεπατικώνεις | ξεπατίκωνε | |
| γ' ενικ. | ξεπατικώνει | ξεπατίκωνε | θα ξεπατικώνει | να ξεπατικώνει | ||
| α' πληθ. | ξεπατικώνουμε | ξεπατικώναμε | θα ξεπατικώνουμε | να ξεπατικώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεπατικώνετε | ξεπατικώνατε | θα ξεπατικώνετε | να ξεπατικώνετε | ξεπατικώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεπατικώνουν(ε) | ξεπατίκωναν ξεπατικώναν(ε) |
θα ξεπατικώνουν(ε) | να ξεπατικώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπατίκωσα | θα ξεπατικώσω | να ξεπατικώσω | ξεπατικώσει | ||
| β' ενικ. | ξεπατίκωσες | θα ξεπατικώσεις | να ξεπατικώσεις | ξεπατίκωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεπατίκωσε | θα ξεπατικώσει | να ξεπατικώσει | |||
| α' πληθ. | ξεπατικώσαμε | θα ξεπατικώσουμε | να ξεπατικώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεπατικώσατε | θα ξεπατικώσετε | να ξεπατικώσετε | ξεπατικώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεπατίκωσαν ξεπατικώσαν(ε) |
θα ξεπατικώσουν(ε) | να ξεπατικώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεπατικώσει | είχα ξεπατικώσει | θα έχω ξεπατικώσει | να έχω ξεπατικώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεπατικώσει | είχες ξεπατικώσει | θα έχεις ξεπατικώσει | να έχεις ξεπατικώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπατικώσει | είχε ξεπατικώσει | θα έχει ξεπατικώσει | να έχει ξεπατικώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπατικώσει | είχαμε ξεπατικώσει | θα έχουμε ξεπατικώσει | να έχουμε ξεπατικώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπατικώσει | είχατε ξεπατικώσει | θα έχετε ξεπατικώσει | να έχετε ξεπατικώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπατικώσει | είχαν ξεπατικώσει | θα έχουν ξεπατικώσει | να έχουν ξεπατικώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.