ξεπατικώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεπατικώνω < ξε- + πατικώνω

Ρήμα

ξεπατικώνω

  1. αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί
  2. (μεταφορικά) αντιγράφω, μιμούμαι κάτι ή κάποιον
    το παιδί έχει ξεπατικώσει όλες τις κινήσεις του πατέρα του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.