πατικώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατικώνω < μεσαιωνική ελληνική πατίκιν[1] [2] < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ < πάτος
Ρήμα
πατικώνω (παθητική φωνή: πατικώνομαι)
Συγγενικά
- απατίκωτος
- ξεπατίκωμα
- ξεπατικώνω
- ξεπατικωτός
- ξεπατικωτούρα
- πατίκωμα
- πατικωμένος
- πατικωτός
- → δείτε τη λέξη πατώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πατικώνω | πατίκωνα | θα πατικώνω | να πατικώνω | πατικώνοντας | |
| β' ενικ. | πατικώνεις | πατίκωνες | θα πατικώνεις | να πατικώνεις | πατίκωνε | |
| γ' ενικ. | πατικώνει | πατίκωνε | θα πατικώνει | να πατικώνει | ||
| α' πληθ. | πατικώνουμε | πατικώναμε | θα πατικώνουμε | να πατικώνουμε | ||
| β' πληθ. | πατικώνετε | πατικώνατε | θα πατικώνετε | να πατικώνετε | πατικώνετε | |
| γ' πληθ. | πατικώνουν(ε) | πατίκωναν πατικώναν(ε) |
θα πατικώνουν(ε) | να πατικώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πατίκωσα | θα πατικώσω | να πατικώσω | πατικώσει | ||
| β' ενικ. | πατίκωσες | θα πατικώσεις | να πατικώσεις | πατίκωσε | ||
| γ' ενικ. | πατίκωσε | θα πατικώσει | να πατικώσει | |||
| α' πληθ. | πατικώσαμε | θα πατικώσουμε | να πατικώσουμε | |||
| β' πληθ. | πατικώσατε | θα πατικώσετε | να πατικώσετε | πατικώστε | ||
| γ' πληθ. | πατίκωσαν πατικώσαν(ε) |
θα πατικώσουν(ε) | να πατικώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πατικώσει | είχα πατικώσει | θα έχω πατικώσει | να έχω πατικώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πατικώσει | είχες πατικώσει | θα έχεις πατικώσει | να έχεις πατικώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πατικώσει | είχε πατικώσει | θα έχει πατικώσει | να έχει πατικώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πατικώσει | είχαμε πατικώσει | θα έχουμε πατικώσει | να έχουμε πατικώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πατικώσει | είχατε πατικώσει | θα έχετε πατικώσει | να έχετε πατικώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πατικώσει | είχαν πατικώσει | θα έχουν πατικώσει | να έχουν πατικώσει |
| |
Μεταφράσεις
- πατικώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πατίκιν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.