πίτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίτα οι πίτες
      γενική της πίτας των πιτών
    αιτιατική την πίτα τις πίτες
     κλητική πίτα πίτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πίτα < ιταλική pitta που υπάρχει σε πολλές διαλεκτικές ιταλικές εκδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να ετυμολογηθούν ως πιθανά αντιδάνεια:[1][2][3]
μια πίτα πριν φουρνιστεί
σουβλάκια με πίτα και τζατζίκι
πίτα που δείχνει τα ποσοστά ενός συνόλου
πίτα μελισσών σε πλαστικό κουβά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πίτα
ομόηχο: Πίττα, Πήτα, Πήττα (γυναικεία επώνυμα)

Ουσιαστικό

πίτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) είδος φαγητού ή γλυκού με φύλλο ζύμης (ή χωρίς αυτό) ψημένου στο φούρνο
  2. (γαστρονομία) είδος ψωμιού (συνήθως πεπλατυσμένου και στρογγυλού) χωρίς μαγιά ή προζύμι
    παράγγειλέ μου μια πίτα με γύρο!
  3. (μεταφορικά) κάποιο σύνολο που πρέπει να μοιραστεί
      Μάχη ιδιωτών για την πίτα €1,5 δισ. της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (@tovima.gr)
  4. γράφημα κυκλικού σχήματος που δείχνει την επί τοις εκατό κατανομή ενός συνόλου σε μερίδια
  5. κηρήθρα
     συνώνυμα: μελόπιτα
  6. (μεταφορικά)
    1. μεθύσι
      γίνομαι πίτα, είμαι πίτα είμαι μεθυσμένος, καταναλώνω/έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ ή ναρκωτικών
    2. κάτι ισοπεδωμένο, καταπλακωμένο σαν πλάκα, σαν πίτα
    3. εκμηδενίζω, τον εξουθενώνω, τον λιώνω

Εκφράσεις

  • από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί: μην ασχολείσαι με αλλότριες υποθέσεις
  • και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο: θέλω να πετύχω το μέγιστο κέρδος χωρίς να θυσιάσω τίποτα
  • πέσε, πίτα, να σε φάω: από τεμπελιά περιμένω κάτι να μου το ετοιμάσουν άλλοι

Συγγενικά

  • Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'πίτα' στο Βικιλεξικό
  • πιτάκι
  • πιτόγυρος, πιτόγυρο
  • πιτούλα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αναφέρεται μόνο η εκδοχή πίσσα στο λήμμα πίτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Αναφέρονται και οι δύο εκδοχές στο λήμμα «πίτα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Δείτε επίσης το λήμμα πίτα στο αγγλόφωνο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.