γύρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γύρος | οι | γύροι |
| γενική | του | γύρου | των | γύρων |
| αιτιατική | τον | γύρο | τους | γύρους |
| κλητική | γύρε | γύροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο «γύρος του θανάτου» σε πανηγύρι στη Σκωτία.

Πίτα με γύρο.
Ετυμολογία
- γύρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γῦρος[1] < αρχαία ελληνική γυρός (στρογγυλός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾos/
- ⓘ
Ουσιαστικό
γύρος αρσενικό
- η περιφέρεια αντικειμένου περίπου κυκλικού
- η κίνηση σε διαδρομή που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης, περιοδεία
- ολοκληρωμένη φάση μιας διαδικασίας
- ↪ δε θα υπάρξει επόμενος γύρος συνομιλιών
- ↪ στον επόμενο γύρο θα περάσουν οχτώ αθλητές
- ↪ στον πρώτο γύρο συμμετέχουν όλες οι ομάδες της πρώτης εθνικής
- (αθλητισμός) προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
- ↪ στον τρίτο γύρο, όμως, κέρδισα εγώ
- το μπορ του καπέλου
- (γαστρονομία) κομμάτια κρέατος που ψήνονται σε όρθιο περιστρεφόμενο μέσο
- ↪ βάλε μου ένα σουβλάκι με γύρο από κοτόπουλο και δύο με καλαμάκι χοιρινό
- (γαστρονομία) το σουβλάκι με πίτα που περιέχει γύρο
- → δείτε και πιτόγυρο
- παιχνίδι σε παιδική χαρά με μια κυκλική περιστρεφόμενη πλατφόρμα
Εκφράσεις
- γύρος του θανάτου: η εκτέλεση ακροβατικών νούμερων από μοτοσικλετιστή που κινείται πάνω στον εσωτερικό τοίχο ενός τεράστιου κυλίνδρου· κατ' επέκταση, κάθε δύσκολη και επικίνδυνη πράξη
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
γυρ-
γυρ-
- γυρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γυρο- στο Βικιλεξικό
και
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γύρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γύρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γῦρος < αρχαία ελληνική γυρός (στρογγυλός)
Ουσιαστικό
γύρος αρσενικό
- ο κύκλος όπως ελληνιστική κοινή γῦρος
- όπως γύρος (νέα ελληνικά)
- η περιφέρεια κύκλου
- ≈ συνώνυμα: κυκλογύρισμα(ν)
- η περιφορά, η κυκλική κίνηση
- η περιφέρεια κύκλου
- (ενδυμασία) συνώνυμο του ποδόγυρος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
γυρ-
γυρ-
- γυρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα γυρο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- γυροβολέω
- γυρόβολος
- γυροκοπέω
- γυρόκοσμος
- γυρόμετρον
και
- ἀγύρευτος
- ἀγύριστος
- ἀναγυρίζομαι
- ἀκρογυρίζω
- ἀναγύρεμα
- ἀναγυρευμός
- ἀναγύρευσις
- ἀναγυρεύω
- ἀναγυρίζω
- ἀναγυρισμός
- ἀναγυριστικός, ἀνεγυριστικός
- ἀναγυρόω
- ἀναγύρω
- ἀνακατωγυρίζω
- ἀνωκατωγυρίζω
- ἀπογυρεύω
- ἀπογυρίζω
- ἀπογυρόω
- ἀπογύρωσις
- ἀποτριγύρο
- γλυκογυρίζω
- γοργογυρίζω
- γρηγορογύριστος
- γύρα
- γυρευμός, γυρεμός
- γύρευσις
- γυρεύω σύνθετα & συγγενικά
- γυριάζω, γυράζω
- γυρίζω σύνθετα & συγγενικά
- γυρίν
- γυρινός
- γύρισμα(ν), γέρισμα
- γυρισμός
- γυριστικός
- γυριστός
- γυρκάζω
- γύρο(ν), γύρου
- γύροθεν
- γυρόσε
- δαιμονογυρεύω
- διαγυρεύω
- διαγυρίζω
- διαγυρόω
- ἐξωγύρισμα
- ἐξωγυρόομαι
- ἐπιγυρεύω
- ἐπιγυρίζομαι
- ἐπιγυρόω
- ἐσώγυρος
- εὔγυρος
- εὐγύρωτος
- ζαγαρογυρευτής
- ἡμίγυρον
- κακογυρισμένος
- καλογυρεύω
- κατάγυρα
- καταγυριάρης
- κατογυριάρις
- καταγυρεύω
- κατάγυρον
- καταγυρόω
- κλωθογυρίζω
- κλωθογύριστος
- κοντογυρίζω
- κοντογύρισμα
- κοσκινόγυρος
- κοσμοαναγυρεύω
- κυκλογύρισμα(ν)
- κωλογυρίζω
- μεταγυρίζω, ματαγυρίζω
- μεταγύρισις
- νυκτογυρισμένος
- ξαναγυρίζω
- ξεγυρεύω
- ξεγυρίζω
- ξενογυρισμένος
- ξυφτερογυρευτής, ξιφθερογυρευτής
- ὁλόγυρα
- ὁλογυρί
- ὁλόγυρον
- ὁλοτρίγυρα
- παραγυρίζω
- παράγυρον
- περιγυρεύω
- περιγυρίζω
- περιγυρίς
- περιγύρισμαν
- περίγυρον
- περιγυρόω
- περιγύρωσις
- περιτριγυρίζω
- περιτριγύρισμα
- ποδόγυρος
- πολύγυρος
- Δεν σχετίζονται τα ἀγυρτίς, γύριος (κύριος), ὁμήγυρις, πανηγύριον
Πηγές
- γύρος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γύρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 398 Τόμος 4ος] - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.