στριφτάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στριφτάρι | τα | στριφτάρια |
| γενική | του | στριφταριού | των | στριφταριών |
| αιτιατική | το | στριφτάρι | τα | στριφτάρια |
| κλητική | στριφτάρι | στριφτάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στριφτάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό

Στριφτάρια(2) ψαρέματος
στριφτάρι ουδέτερο
- τρόπος εμφάνισης σε πίτες ή άλλα μαγειρεμένα φαγώσιμα
- εξάρτημα που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα με πετονιά που εχει τη δυνατότητα να συστρέφεται και εμποδίζει το μπέρδεμα της
- κάθε εξάρτημα που εχει τη δυνατότητα να συστρέφεται και με αυτόν το τρόπο να εμποδίζει το μπέρδεμα καλωδίων, μπετονιάς κλπ.
- αγόρασα ένα στριφτάρι για το ακουστικό του τηλεφώνου και ησύχασα
Μεταφράσεις
είδος φαγώσιμων
|
|
εξάρτημα ψαρικής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.