μπουρέκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρέκι τα μπουρέκια
      γενική του μπουρεκιού των μπουρεκιών
    αιτιατική το μπουρέκι τα μπουρέκια
     κλητική μπουρέκι μπουρέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική börek +

Ουσιαστικό

μπουρέκι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) είδος γλυκιάς πίτας με χοντρό φύλλο
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε πίτα με φύλλο

Συγγενικά

  • μπουρεκάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.